Κοινωνική Επιχειρηματικότητα
Ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης στη Μεγάλη Βρετανία κατά τη δεκαετία του 1980 άρχισε να αναδύεται πιο έντονα η έννοια της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και υποχρέωσε την τότε πρωθυπουργό της χώρας Μάργκαρετ Θάτσερ να τονίσει δημόσια την απουσία «επιχειρηματικής κουλτούρας» τόσο στη χώρα της όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κατά την Elizabeth Chell (2007) θεωρήθηκε αντιφατική η πρόταση που συνδέει τον όρο «επιχειρηματικός» ή «επιχείρηση» με σαφώς χαρακτηριστικά ατομικής δράσης με τον όρο «κουλτούρα» που περιέχει γνωρίσματα συλλογικής δράσης. Προώθησαν τελικά την οικονομική παγκοσμιοποίηση η οικονομική κρίση του 1980 και η έννοια της «επιχειρηματικής κουλτούρας», όπως διατυπώθηκαν στην Βρετανία οδηγώντας στο άνοιγμα των αγορών και τη φιλελευθεροποίηση κάθε οικονομικής έκφανσης με αποκορύφωμα της ελεύθερης οικονομίας στην πτώση του υπαρκτού Σοσιαλισμού το 1989. (Νικολάου Ι., 2014)
Η φιλελεύθερη αγορά όμως και το πολιτικό σύστημα που την στηρίζει, οδήγησαν τις σύγχρονες οικονομίες σε συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και σε μεταβίβαση τμήματος της περιουσίας που ήταν υπό την ιδιοκτησία του κράτους σε ιδιώτες (privatization ή corporatization). Στον αντίποδα αυτού ορισμένες νέες μορφές επιχειρηματικότητας, επιχειρήσεων και επιχειρηματιών αναδύθηκαν, που ουσιαστικά αποπειράθηκαν να καλύψουν το κενό της κρατικής πολιτικής στην αντιμετώπιση των ζητημάτων κοινωνικής πρόνοιας. Οι επιχειρήσεις αυτού του είδους δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική αποτελεσματικότητα και λιγότερο ενδιαφέρον στην οικονομική κερδοφορία (Νικολάου Ι., 2014).
Αυτές οι επιχειρηματικές προσεγγίσεις δεν περιορίστηκαν μόνο σε κράτη όπου κυβέρνησαν συντηρητικές – φιλελεύθερες κυβερνήσεις με σαφώς πολιτικές απορρύθμισης της οικονομίας, αλλά επίσης εφαρμόστηκαν και σε μια σειρά κρατών με σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Η ανάδειξη τέτοιων προσεγγίσεων από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις δεν θα πρέπει να προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση μιας και το κέντρο βάρους της πολιτικής ατζέντας των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας σε χώρες της δύσης έχει μετατοπιστεί σαφώς (μετά τη δεκαετία του ’80) από την εφαρμογή δημοσιοοικονομικών μέτρων (λ.χ. δημόσιες δαπάνες), που αντλούνταν από τα θεωρητικά μοντέλα του γνωστού οικονομολόγου John Maynard Keynes, προς μέτρα που βασίζονται περισσότερο στις θεωρίες του κοινωνιολόγου Antony Giddens για τον «τρίτο δρόμο» (βλ. Blair, 1998). Σε αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο οριοθετούνται, κυρίως στην Ευρώπη, οι έννοιες της κοινωνικής οικονομίας και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην Ευρώπη, τουλάχιστον πριν την πρόσφατη οικονομική κρίση και μέχρι σήμερα, η κοινωνική επιχειρηματικότητα δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αντιμετώπιση ζητημάτων κοινωνικού αποκλεισμού και λιγότερο στην επιτυχία συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών αριθμοδεικτών (λ.χ. αύξηση της κερδοφορίας). Αντιθέτως, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ) η έμφαση δίνεται περισσότερο στην κερδοφορία και στην εύρεση νέων επιχειρηματικών ευκαιριών και σε μικρότερη κλίμακα στην κοινωνική αποστολή (social mission) αυτών των επιχειρηματικών πρακτικών. (Νικολάου Ι., 2014).
Η κοινωνική οικονομία φαίνεται να έχει ρίζες στην αρχαία Ελλάδα (Moulaert και Ailenet, 2005) όπου συναντώνται παραδείγματα όπως η συγκέντρωση χρημάτων για τελετουργικές και νεκρικές τελετές και στην αρχαία Ρώμη για τη χρηματοδότηση συλλόγων βιοτεχνών. Ο όρος της κοινωνικής οικονομίας περνάει από διάφορα στάδια και αλλάζει περιεχόμενο με την πάροδο των χρόνων. Για παράδειγμα, έως το έτος 1929, ο όρος περιορίζεται κυρίως σε αγροτικούς συνεταιρισμούς και σε αποταμιεύσεις μικρών αγροτών που θέλουν να αντιμετωπίσουν το έντονο ανταγωνιστικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε από την οικονομική κρίση του 1873-1895. Κατόπιν της οικονομικής κρίσης του 1929, προέκυψαν συνεργασίες για την παροχή τροφής και στέγασης σε άνεργους η οποία ανέδειξε την αλληλέγγυα οικονομία (Moulaert and Ailenet, 2005). Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας της δεκαετίας του ’80 και ο περιορισμός του κράτους πρόνοιας τη δεκαετία ’90 διαμόρφωσαν το πεδίο στο οποίο οικοδομήθηκε η κοινωνική οικονομία με συνεργατικές κυρίως ενώσεις εργατών που σκοπό είχαν να καλύψουν την αδυναμία του κράτους να παρέχει κοινωνικά αγαθά και να βοηθήσουν στην ένταξη των κοινωνικά ευάλωτων ομάδων στην αγορά εργασίας. (Νικολάου Ι., 2014).
Η κοινωνική οικονομία βρίσκεται ουσιαστικά ανάμεσα στην κρατική πολιτική και την ιδιωτική επένδυση για οικονομική δραστηριότητα. Ο σκοπός της είναι να καλύψει εκείνες τις ανάγκες της κοινωνίας για τις οποίες δεν διατίθεται ο ιδιωτικός τομέας εξαιτίας της απουσίας υψηλού κέρδους και δεν δύναται ο κρατικός τομέας να συμβάλει λόγω της απουσίας δημοσιοοικονομικών και χρηματοοικονομικών μέσων. Ο Mertens (1999) καθορίζει την κοινωνική οικονομία ως υπολειμματική (residuals) των άλλων δυο μορφών οικονομίας – ιδιωτικής και δημόσιας. (Νικολάου Ι., 2014).
Σχηματικά, οι πρακτικές κοινωνικής οικονομίας τοποθετούνται ανάμεσα στο κράτος, την αγορά και την κοινότητα και προσπαθούν να διατηρήσουν τη μοναδικότητά τους αντλώντας στοιχεία από τις διαφορετικές λειτουργικές αρχές κάθε τομέα.
Η κοινωνική οικονομία συνδέεται ή δραστηριοποιείται στα παρακάτω πεδία:
· Κοινωνική ενσωμάτωση
· Τοπική ανάπτυξη
· Βιώσιμη ανάπτυξη
· Πρόληψη κοινωνικών ανισοτήτων
· Ενίσχυση του κοινωνικού ιστού και ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου
· Ανάπτυξη δημοκρατικών και συμμετοχικών δομών. (Αναστασίου Φ., 2014)
Στον όρο της κοινωνικής οικονομίας αποδίδεται μια σειρά από εναλλακτικές έννοιες όπως είναι ο τρίτος τομέας, ο μη κερδοσκοπικός τομέας, η αλληλέγγυα οικονομία, η εναλλακτική οικονομία και η οικονομία του μη κέρδους (Westlund, 2003). Τόσο κατά τη χρήση του όρου κοινωνική οικονομία όσο στις περιπτώσεις που γίνεται χρήση των εναλλακτικών όρων δεν συνεπάγεται αυτομάτως ένα μονοσήμαντο νόημα. Το περιεχόμενο της κοινωνικής οικονομίας και η οριοθέτησή του διαφέρει μεταξύ των συγγραφέων που καταπιάνονται με αυτόν τόσο μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ όσο και μεταξύ διαφορετικών χωρών. Η ποικιλία των νοημάτων οφείλεται, επιπρόσθετα, στα διαφορετικά επιστημονικά πεδία από όπου προέρχονται οι συγγραφείς που προσπαθούν να καθορίσουν το περιεχόμενο του όρου κοινωνική οικονομία. (Νικολάου Ι., 2014).
Για παράδειγμα, η πολιτική διάσταση του όρου αποδίδεται νοηματικά ως εξής «η κοινωνική οικονομία φέρνει ανθρώπους να συνεργαστούν μαζί υπό ελεύθερη συμμετοχή και εθελοντική δέσμευση για ένα κοινό σκοπό» (Westlund, p.1193). Όταν η έμφαση δίνεται στην οικονομική διάσταση, τότε σύμφωνα με τους Defourny και Develteve (1999: σελ. 16) η κοινωνική οικονομία ορίζεται ως «οι οικονομικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις, πρώτιστα συνεργατικά, με αμοιβαία μέλη και ηθικές αξίες που βασίζονται στις ακόλουθες κύριες αρχές: α) να παρέχουν υπηρεσίες στα μέλη τους ή στην κοινότητα δίχως να αποσκοπούν στην κερδοφορία, β) να διοικούνται αυτόνομα, γ) να έχουν δημοκρατικές διαδικασίες διοίκησης – διαχείρισης, και δ) να δίνεται έμφαση στον άνθρωπο έναντι της εργασίας και του κεφαλαίου». (Νικολάου Ι., 2014)
Τι είναι όμως η κοινωνική οικονομία. Οι ορισμοί που έχουν προταθεί για την κοινωνική οικονομία αποτελούνται από ποικιλία στοιχείων όπως ετερογενείς είναι και οι πρακτικές που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. ‘Ένας σαφής και κατανοητός ορισμός είναι ο εξής: Η κοινωνική οικονομία περιλαμβάνει όλες τις οικονομικές δραστηριότητες που διεξάγονται από συλλογικές πρωτοβουλίες και διέπονται από τις εξής αρχές:
• Δίνουν προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών τους, καθώς και της ευρύτερης κοινότητας, και όχι στο κέρδος.
• Έχουν αυτόνομη διοίκηση, δηλαδή αποφασίζουν αυτόνομα τον τρόπο λειτουργίας τους.
• Εφαρμόζουν δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων με βάση την αρχή «ένα μέλος-μία ψήφος» ανεξάρτητα από τη συνεισφορά του κάθε μέλους στο κεφάλαιο.
• Κατά τη διανομή των κερδών, προβάδισμα έχουν τα μέλη και οι εργαζόμενοι/ες έναντι του κεφαλαίου.
Συνεπώς, θα λέγαμε ότι: Η κοινωνική οικονομία είναι μια μεγάλη οικογένεια που περιλαμβάνει μια πληθώρα πρακτικών, όπως οι συνεταιρισμοί, οι κοινωνίες αλληλοβοήθειας, οι σύλλογοι/ενώσεις προσώπων, τα κοινωφελή ιδρύματα και οι κοινωνικές επιχειρήσεις. (Αδάμ Σ., 2014)
Η κοινωνική επιχειρηματικότητα θεωρείται κρίσιμη παράμετρος και κατάλληλη πρακτική για την ανακούφιση αρκετών κοινωνικών προβλημάτων που αφενός δεν έχει τη δυνατότητα να επιλύσει το κράτος και αφετέρου ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι πρόθυμος να αναλάβει πρωτοβουλίες, αφού τα οικονομικά οφέλη θεωρούνται μηδαμινά. Ο όρος αποτελείται από δυο συστατικά μέρη, την επιχειρηματική και την κοινωνική διάσταση. Το πρώτο συστατικό μέρος, όπως προαναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, είναι ιδιαίτερα δημοφιλές και ως εκ τούτου ένας μεγάλος αριθμός εργασιών έχει εκπονηθεί κυρίως για να διερευνήσει τους λόγους ύπαρξης της επιχειρηματικότητας. Το δεύτερο συστατικό μέρος προσδιορίζει κυρίως χαμηλές οικονομικές αποδόσεις. Ο όρος της κοινωνικής επιχειρηματικότητας μετατόπισε την έμφασή του από αποκλειστικά κοινωνικά θέματα σε μια σειρά οικονομικών ζητημάτων. (Νικολάου Ι., 2014)
Οι Seelos και Mair (2005) ορίζουν την κοινωνική επιχειρηματικότητα ως την οικονομική δραστηριότητα «που παρέχει νέα παραγωγικά μοντέλα παροχής προϊόντων και υπηρεσιών που εξυπηρετούν τις άμεσες ανθρώπινες ανάγκες των φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας που παραμένουν αναπάντητες από τις σημερινές οικονομικές και κοινωνικές δομές» (Seelos & Mair,2005: 243). Ωστόσο, η κοινωνική επιχειρηματικότητα σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους. Οι Mair και Martin (2006) συνέλεξαν μια πλειάδα ορισμών για την έννοια της κοινωνικής επιχειρηματικότητας που είναι δυνατόν να ταξινομηθούν στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες, δηλαδή σε ορισμούς που αναφέρονται: α) στους οργανισμούς που αναζητούν κεφάλαια για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, β) στους οργανισμούς που εμπορευματοποιούν την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, και γ) στους οργανισμούς που έχουν μοναδικό στόχο να απαλύνουν τον ανθρώπινο πόνο και να καταλύσουν τις υφιστάμενες κοινωνικές δομές. (Νικολάου Ι., 2014)
Ομοίως, οι Roper και Cheney (2005) προβάλλουν τρεις τύπους κοινωνικής επιχειρηματικότητας με έμφαση στην ιδιοκτησία της επιχείρησης, όπως είναι: α) η ιδιωτική κοινωνική επιχειρηματικότητα (private social entrepreneurship), δηλαδή ιδιωτικές πρωτοβουλίες για την ανακούφιση κοινωνικών προβλημάτων με σκοπό το κέρδος και τη δημιουργία καινοτομιών, β) η κοινωνική επιχειρηματικότητα μη επίτευξης κέρδους (social entrepreneurship in the not-for-profit sector), και γ) η κοινωνική επιχειρηματικότητα του δημόσιου τομέα (public-sector social entrepreneurship), δηλαδή πρωτοβουλίες των δημόσιων οργανισμών για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων. Μολονότι η συγκεκριμένη ταξινόμηση είναι κάπως γενική και έρχεται σε αντίθεση με την οριοθέτηση της κοινωνικής οικονομίας που αναπαραστάθηκε γραφικά στην προηγούμενη ενότητα, εντούτοις θεωρείται μια επαρκής εννοιολογική διάκριση που μπορεί να ερμηνεύσει διάφορους τύπους της παρούσας κοινωνικής επιχειρηματικότητας και δεν είναι άδικος με κανένα τομέα της οικονομίας που συμβάλλει ουσιαστικά στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. (Νικολάου Ι., 2014)
Η κοινωνική επιχειρηματικότητα αποκτά υπόσταση με τη δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων που είναι και το ζητούμενο της όλης συζήτησης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην κατηγορία των κοινωνικών επιχειρήσεων περιλαμβάνεται ένα μεγάλο εύρος οικονομικών μορφωμάτων που αναλαμβάνουν επιχειρηματικές πρωτοβουλίες όπως είναι οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, οι συνεταιρισμοί και οι κοινωνικές επιχειρήσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, μια εκτενής συζήτηση έχει διεθνώς αρχίσει για την καταγραφή των διαφοροποιήσεων του όρου κοινωνική επιχείρηση με τους όρους κοινωνική επιχειρηματικότητα και κοινωνική οικονομία. Μια σύντομη διευκρίνιση των διαφορών μεταξύ των όρων προτού οριοθετηθεί εννοιολογικά ο όρος της κοινωνικής επιχείρησης κρίνεται απαραίτητη για την καλύτερη κατανόησή τους. Σε αρκετές περιπτώσεις, αρκετοί συγγραφείς εμπεριέχουν στον όρο της κοινωνικής οικονομίας την έννοια της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) των επιχειρήσεων, δηλαδή τις πρωτοβουλίες κοινωνικού ενδιαφέροντος που αναλαμβάνουν οι εμπορικές επιχειρήσεις επικουρικά με τις κύριες οικονομικές δραστηριότητές τους. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση από εμπορικές επιχειρήσεις δεν συνεπάγεται αυτόματα την κατάταξή τους στην κοινωνική οικονομία και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ονομαστούν κοινωνικές. Δηλαδή, μια επιχείρηση τραπεζικών προϊόντων με πρακτικές εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (λ.χ. χρηματοδοτεί την αναδάσωση μιας περιοχής ή απασχολεί εργαζόμενους με ειδικές δεξιότητες) δεν σημαίνει αυτόματα ότι είναι κοινωνική επιχείρηση. (Νικολάου Ι., 2014)
Για να θεωρηθεί μια επιχείρηση κοινωνική πρέπει να πληρούνται ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά όπως είναι η συμμετοχή συνεργαζόμενων μελών με έμμισθη εξαρτημένη εργασία καθώς και εθελοντών με άμισθη εργασία, και σύμπραξη διάφορων ιδιωτικών και δημόσιων οργανισμών. Ομοίως, μια κοινωνική επιχείρηση πρέπει να παρέχει υπηρεσίες που προωθούν τις κοινωνικές αξίες όπως είναι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η διατήρηση του πολιτιστικού περιβάλλοντος, η φροντίδα ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, και η ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών. (Νικολάου Ι., 2014)
Ο οργανισμός για την Ανάδειξη των Κοινωνικών Επιχειρήσεων στην Ευρώπη (The Emergence of Social Enterprise in Europe) παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα προκειμένου να θεωρηθεί μια επιχείρηση ως κοινωνική. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι:
- η συνεχής δραστηριότητα παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών,
- ο μεγάλος βαθμός αυτονομίας,
- ο μεγάλος βαθμός οικονομικής διακινδύνευσης (ρίσκου),
- ο περιορισμένος βαθμός έμμισθης εργασίας,
- ο ρητός σκοπός να ωφελείται η κοινωνία,
- η πρωτοβουλία που προωθείται από τις ομάδες της κοινωνίας,
- η δύναμη των αποφάσεων να στηρίζεται περισσότερο σε εκείνα τα μέλη που δεν είναι οι κάτοχοι του χρηματικού κεφαλαίου,
- η συμμετοχή στην επιχείρηση όλων των ανθρώπων που επηρεάζονται από τη δραστηριότητα, και
- η περιορισμένη διανομή κερδών.
Τέλος, οι Peredo και McLean (2006) παρουσιάζουν ορισμένους τύπους κοινωνικών επιχειρήσεων που εμφανίζονται στις μοντέρνες οικονομίες σύμφωνα με δύο κριτήρια: α) την αποκλειστικότητα των κοινωνικών στόχων τους και β) τον εμπορικό ρόλο των συναλλαγών τους. Σύμφωνα με το πρώτο κριτήριο, οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν αποκλειστικά ή εν μέρει κοινωνικούς στόχους, ενώ το δεύτερο κριτήριο δείχνει ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παράγονται είναι δυνατόν να προορίζονται ή όχι για εμπορικές συναλλαγές. Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια στην πρώτη κατηγορία τοποθέτησαν τις ΜΚΟς όπου έχουν αμιγώς κοινωνική αποστολή και οι υπηρεσίες/ προϊόντα τους δεν έχουν εμπορικό προορισμό. Στις άλλες κατηγορίες τοποθετούνται ανάλογα με τον αμιγώς κοινωνικό ή οικονομικό χαρακτήρα μια σειρά υφιστάμενων κερδοσκοπικών επιχειρήσεων με συνεταιριστικά χαρακτηριστικά όπως είναι οι κερδοσκοπικού χαρακτήρα κοινωνικές επιχειρήσεις, οι κοινωνικού προσανατολισμού επιχειρήσεις, οι υβριδικοί τύποι κοινωνικής επιχειρηματικότητας με ταυτόχρονη κοινωνική και οικονομική αποστολή. (Νικολάου Ι., 2014)
Αξίζει να αναφερθεί κανείς στη δυνατότητα χωρικής επέκτασης των κοινωνικών επιχειρήσεων, όχι μόνο ως απλά ως παραδείγματα προς μίμηση, αλλά με έναν τρόπο όπου μια επιτυχημένη συνταγή τυποποιείται. To franchising στον τομέα των κοινωνικών επιχειρήσεων βρίσκεται ακόμα σε σχετικά πρώιμο στάδιο, οπότε δεν έχει ακόμη ενσωματώσει έναν σαφή ορισμό και ως εκ τούτου είναι ανοικτός στην καινοτομία και την αλλαγή. Η κοινωνική δικαιόχρηση είναι η ίδια μια ευρεία έννοια που έχει ερμηνευτεί χαλαρά (και κάπως ασυνεπής) σε διάφορες δικαιοδοσίες, που κυμαίνονται από franchising χωρίς τέλη σε όλες τις φιλανθρωπικές και μη κερδοσκοπικές δομές franchise που μπορεί να γνωρίζετε, όπως η Goodwill και η United Way. (Νικολάου Ι., 2014)
Ενώ ένας τυπικός ορισμός είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, η πιο χρήσιμη και ολοκληρωμένη κατανόηση της κοινωνικής δικαιόχρησης είναι να θεωρηθεί ως "απλή εφαρμογή εμπορικών μεθόδων franchising σε έννοιες για την επίτευξη κοινωνικά ωφέλιμων σκοπών" (Temple, 2011).
Περιγραφόμενο με άλλο τρόπο, το κοινωνικό franchising μπορεί να περιγραφεί από τη φιλοδοξία του: ως τρόπος για την αναπαραγωγή επιτυχημένων μοντέλων κοινωνικών επιχειρήσεων σε τοπικό πλαίσιο με τρόπο που να συνδυάζει τον κοινωνικό αντίκτυπο και την οικονομική βιωσιμότητα.
Σύμφωνα με τους Alhert et al (2008), το κοινωνικό franchising λαμβάνει συνήθως μία ακόλουθες τρεις μορφές:
- Ένα εμπορικά οργανωμένο σύστημα σχεδιασμένο για την επίτευξη κοινωνικών στόχων
- Ένα μη κερδοσκοπικό σύστημα αναπαραγωγής, το οποίο περιλαμβάνει βασικά στοιχεία του franchising, αλλά χωρίς τα κλασικά στοιχεία αμοιβής και κέρδους
- Ένα επιδοτούμενο σύστημα δικαιόχρησης για την παροχή υπηρεσιών με χαμηλότερο κόστος από τις εμπορικές λύσεις.
Ενώ η κοινωνική δικαιόχρηση είναι ευθυγραμμισμένη με το εμπορικό franchising, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες διαφοροποίησης που καθιστούν τα συστήματα κοινωνικής δικαιόχρησης διακριτά από τον εμπορικό τομέα. Πρώτα απ 'όλα, και το πιο σημαντικό, είναι συνήθως ο κοινωνικός αντίκτυπος ή η αποστολή του οργανισμού που οδηγεί τη σχέση περισσότερο από το οικονομικό κίνητρο. (Νικολάου Ι., 2014)
Οι κύριες διαφορές μεταξύ του κοινωνικού και του εμπορικού franchising είναι οι εξής:
- Διαφορετικός στόχος: Ο κύριος στόχος δεν είναι να μεγιστοποιηθεί το κέρδος, αλλά να μεγιστοποιηθεί ο κοινωνικός αντίκτυπος. Αυτό μπορεί να έχει αντίκτυπο στη διαχείριση του δικαιοδόχου, καθιστώντας πιο δύσκολο τον έλεγχο και την επιβολή των προτύπων ποιότητας.
- Διαφορετική ομάδα στόχου: Τα franchises κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να εξυπηρετούν τους δικαιούχους και όχι τους πελάτες. Ως εκ τούτου, η παραδοσιακή πληρωμή μπορεί να μην είναι μέρος της εξίσωσης.
- Χρηματοδότηση: Τα franchises κοινωνικής δικτύωσης συχνά εξαρτώνται από την εξωτερική οικονομική στήριξη, ιδιαίτερα κατά τη φάση εκκίνησης. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σαφής ορισμός του ρόλου που διαδραματίζει ο δωρητής και οι στρατηγικές προτιμήσεις του.
- Μεταβίβαση επενδυτικού κινδύνου: Η μεταβίβαση του επενδυτικού κινδύνου δεν είναι πάντοτε σε εξέλιξη για τα κοινωνικά franchises, τα οποία πιθανώς καθιστούν πιο δύσκολη την παρακίνηση του franchisee.
- Αμοιβές: Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο δικαιοπάροχος θα μπορούσε να εξετάσει την καταβολή μειωμένων τελών ή εναλλακτικών λύσεων σε χρηματικές αποζημιώσεις, προκειμένου να διατηρηθεί ο κοινωνικός αντίκτυπος. Η "Πληρωμή" μπορεί να έχει τη μορφή σημαντικών δεδομένων, χρόνου, υποστήριξης για αιτήσεις χρηματοδότησης ή άλλων πληροφοριών ποιότητας που ο δικαιοπάροχος μπορεί να χρησιμοποιήσει για την ευρύτερη ανάπτυξη του έργου του. (Νικολάου Ι., 2014)